- επαμφοτεριστής
- ἐπαμφοτεριστής, ο (Α) [επαμφοτερίζω]επαμφοτερής, αυτός που αμφιταλαντεύεται, που διστάζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαμφοτεριστής — waverer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερισταῖς — ἐπαμφοτεριστής waverer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερισταί — ἐπαμφοτεριστής waverer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτεριστήν — ἐπαμφοτεριστής waverer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτεριστῶν — ἐπαμφοτεριστής waverer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτεριστάς — ἐπαμφοτεριστά̱ς , ἐπαμφοτεριστής waverer masc acc pl ἐπαμφοτεριστά̱ς , ἐπαμφοτεριστής waverer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαμφοτερής — ἐπαμφοτερής, ές (Α) αυτός που επαμφοτερίζει, που είναι άλλοτε με το μέρος τού ενός, άλλοτε με το μέρος τού άλλου, ο διπρόσωπος. Ο Κόντος θεωρεί τον τύπο ανελλήνιστο και διορθώνει: έπαμφοτεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφότερος] … Dictionary of Greek